κοσμοκρατορώ

κοσμοκρατορώ
κοσμοκρατορῶ, -έω (Μ)
βλ. κοσμοκρατώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμοκρατώ — κοσμοκρατῶ και κοσμοκρατορῶ, έω (Μ) εξουσιάζω τον κόσμο, είμαι κοσμοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + κρατῶ (< κρατής < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ, ναυ κρατώ. Ο τ. κοσμοκρατορῶ < κοσμοκράτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”